- κονσέρτο
- κονσέρτο, το και κοντσέρτο, το(λ. ιταλ.)1. συναυλία που εκτελείται μπροστά σε ακροατήριο.2. είδος μουσικής σύνθεσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονσέρτο — Βλ. λ. κοντσέρτο. * * * το βλ. κοντσέρτο … Dictionary of Greek
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek
σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… … Dictionary of Greek
σε — (I) και σ Ν Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: πρόθεση τής Νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. διεύθυνση προς κάτι ή το τέρμα μιας διαδρομής (α. «έρχομαι σε σένα» β. «μετά κατέληξα σ αυτόν» γ. «πηγαίνω στη δουλειά» δ. «φτάσαμε στο χωριό») 2. στάση ή ενέργεια μέσα ή πάνω σε… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek
Καζάκος, Κώστας — (Πύργος Ηλείας 1935 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός παραγωγός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε (1957) στο θέατρο με το έργο Ο Κύκλος με την κιμωλία. Συνέχισε ως μέλος του θιάσου του Κουν με… … Dictionary of Greek
Καρπεντιέρ, Αλέχο — (Alejo Carpentier, Αβάνα 1904 – Παρίσι 1980). Κουβανός συγγραφέας. Το 1921 ξεκίνησε σπουδές στην αρχιτεκτονική, αλλά σύντομα τις εγκατέλειψε. Συμμετείχε στην ομάδα των Μινοριστών, μια μαχητική ομάδα νεαρών διανοουμένων της Αριστεράς που… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Λαλό, Εντουάρ — (Édouard Lalo, Λιλ 1823 – Παρίσι 1892). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στα ωδεία της Λιλ και του Παρισιού. Αρχικά αναδείχθηκε ως βιολονίστας και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε ως συνθέτης. Η φήμη του Λ. συνδέεται βασικά με την Ισπανική συμφωνία (1873)… … Dictionary of Greek
μαρίμπα — (marimba). Κρουστό μουσικό όργανο αφρικανικής προέλευσης. Πρόκειται για μια ξύλινη βάση, ορθογωνίου σχήματος, επάνω στην οποία είναι τοποθετημένες 10 20 μικρές πλάκες διαφορετικού μήκους, από σκληρότερο ξύλο. Κάτω από αυτές βρίσκονται μερικές… … Dictionary of Greek